- λεπτόπηνος
- λεπτό-πηνος, ον, ([etym.] πηνίον)A of fine fabric,
ὕφος Eub.67.5
= 84.4; v.l. [full] λεπτόνητος, ον, ([etym.] νέω) fine-spun, in the latter place (cod. A Ath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕφος Eub.67.5
= 84.4; v.l. [full] λεπτόνητος, ον, ([etym.] νέω) fine-spun, in the latter place (cod. A Ath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόπηνος — λεπτόπηνος, ον (Α) λεπτά υφασμένος («ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας... κόρας», Εύβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. αβρό πηνος, εύ πηνος] … Dictionary of Greek
λεπτοπήνοις — λεπτόπηνος of fine fabric masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek